Τόπος αγκαθερός και πονεμένος.
γεμάτος ρόζους και ρυτίδες.
Μα και θαλασσόζωστος, φωτολουσμένος τόπος.
Έβλεπα τον πατέρα, με χέρια σκαμένα,
να παλεύει αβάρετα,
από τη φέξη, ως το ανάγερμα του ήλιου.
Ύφασμα χυτό τα πρανή να καρικώνει,
την κακοτράχαλη τη γη να πεζουλιάζει.
Μπόλι και καταβολάδα,
Υπερηφάνεια και φιλότιμο το καζάντι.
Κρασί γιοματάρι, στο γέλιο σύμπαμα,
στον πόνο γιάτρεμα.
Αδείλιαστη η ψυχή του χρέους
τον επίβουλο τον γυρευτή αντιπαλεύει,
το χώμα, το άλικο να πάρει χρώμα.
Μα πώς οι πέτρες διαβρώθηκαν και το χώμα άσπρισε;
Το αγιόκλιμα δε μυρίζει πια θύμηση.
Τ' απομεινάρια των προγόνων, αμανάτι.
Δε μας έμεινε τίποτα να θυμίζει πατρίδα.
Για αναξιοσύνη μιλούν και λοιδορούν.
Η πίκρα δε φτάνει να κλείσει τη ρωγμή.
Δε θα ντύσει ο ουρανός τη γύμνια.
Το άνοιγμα των χεριών δεν καλύπτει την ανάγκη.
Στη διχάλα του καιρού η αναλαβή δική μας.
Και μην πει ποιος μπορεί με τον βράχο να τα βάλει.
Η υπερηφάνεια τον σπόρο αναμεστώνει.
Ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί
τα γραμμένα να αποβούν αδόκιμα.
Αν, λέω αν, διβολίσουμε τη γη,
αναγραμματίσουμε την ανάγκη,
ενυδατώσουμε το συναίσθημα
υπάρχει ελπίδα;
(c) Θεοδοσία Γουλιελμάκη